Ο ρυθμός της καρδιάς μας μεταβάλλεται κατά την εισπνοή και
την εκπνοή, όπως και με κάθε πράξη που εκτελούμε. Κατά την εισπνοή γίνεται αυτός ελαφρά πιο γρήγορος ενώ αντίθετα
κατά την εκπνοή επιβραδύνεται. Η αλλαγή αυτή του καρδιακού ρυθμού έχει ονομαστεί
«μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού» και έχει βρεθεί ερευνητικά πως
συσχετίζεται με την υγεία του οργανισμού. Όσο πιο μεγάλη είναι η διαφορά του
ρυθμού ανάμεσα στην εισπνοή και την εκπνοή, τόσο καλύτερη η υγεία του ατόμου.
Αυτό συμβαίνει, γιατί η επιβράδυνση του ρυθμού της καρδιάς
κατά την εκπνοή
οφείλεται στον ερεθισμό του πνευμονογαστρικού νεύρου (παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα) που είναι το νεύρο που μεταφέρει το μήνυμα της χαλάρωσης από τον εγκέφαλο στο υπόλοιπο σώμα. Η μεγάλη διαφορά του καρδιακού ρυθμού, λοιπόν, μεταξύ εισπνοής και εκπνοής δείχνει ότι το νεύρο της χαλάρωσης λειτουργεί πολύ καλά και ότι η καρδιά επηρεάζεται άμεσα από αυτό και χαλαρώνει.
οφείλεται στον ερεθισμό του πνευμονογαστρικού νεύρου (παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα) που είναι το νεύρο που μεταφέρει το μήνυμα της χαλάρωσης από τον εγκέφαλο στο υπόλοιπο σώμα. Η μεγάλη διαφορά του καρδιακού ρυθμού, λοιπόν, μεταξύ εισπνοής και εκπνοής δείχνει ότι το νεύρο της χαλάρωσης λειτουργεί πολύ καλά και ότι η καρδιά επηρεάζεται άμεσα από αυτό και χαλαρώνει.
Αντίθετα όταν η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού είναι
μικρή, σημαίνει πως το σύστημα της χαλάρωσης του οργανισμού δεν λειτουργεί καλά
και επομένως ο οργανισμός είναι ευάλωτος περισσότερο στην αντίδραση του στρες.
Η μικρή μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού έχει συσχετισθεί γι αυτό με την κοινωνική συμπεριφορά, την αυτορύθμιση και την ψυχολογική ευελιξία στους στρεσογόνους
παράγοντες της ζωής. Ενώ η χρόνια επίδρασή της στον οργανισμό οδηγεί σε υπολειτουργία του
ανοσοποιητικού, χρόνια φλεγμονή και γενικά σε όλες τις αρνητικές επιδράσεις της
αντίδρασης του στρες στον οργανισμό, που πολλές φορές σας έχω εξηγήσει.
Είναι, δηλαδή, η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού ένας πολύ
καλός δείκτης της ψυχικής και σωματικής υγείας.
Πρόσφατη έρευνα το απέδειξε αυτό για άλλη μια φορά. Οι
ερευνητές μελέτησαν την μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού σε άτομα με αγχώδεις
διαταραχές (φοβίες, μετατραυματικό σύνδρομο κ.λπ) και σε άτομα εθισμένα στο
αλκοόλ, τόσο δίχως θεραπευτική αντιμετώπιση όσο και υπό θεραπεία. Παρατήρησαν
ότι τα άτομα αυτά είχαν μικρή μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού ηρεμίας (διαφορά
εισπνοής-εκπνοής), τόσο εάν δεν έπαιρναν όσο και όταν έπαιρναν κάποια φαρμακευτική
θεραπεία.
Αυτό σημαίνει πως τα άτομα αυτά είναι ευάλωτα σε μελλοντικά
νοσήματα, λόγω μειωμένης ικανότητας χαλάρωσης από την αντίδραση του στρες και
πως τα φάρμακα δεν είναι ικανά να αναστρέψουν αυτό το πρόβλημα. Αυτή είναι μία
διαπίστωση πολύ σημαντική, κατά την άποψή μου, που οδηγεί τη σκέψη μου στο εξής
ερώτημα:
Αν τα άτομα αυτά
εκπαιδευόντουσαν στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του στρες, όπως αυτή διδάσκεται
στο ΕΛ.ΙΝ.Α.Σ, θα είχαν ή όχι βελτιώσει την μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού τους, παράλληλα με την βελτίωση της ψυχικής τους υγείας;
Είναι αυτό ένα ερώτημα που σύντομα θα πρέπει να ερευνηθεί, νομίζω, γιατί θα βοηθήσει πολλούς να προφυλάξουν την υγεία τους από μελλοντικά
προβλήματα, αφού τα φάρμακα δεν μπορούν να το καταφέρουν αυτό.
Με αγάπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου