Ο εγκέφαλος αλλάζει, (νευροπλαστικότητα) χαλάει ή φτιάχνει
καινούργιες συνάψεις ανάλογα με τις εμπειρίες μας. Τα γονίδια (DNA) αλλάζουν τη λειτουργία τους ανάλογα
με τις εμπειρίες μας. Και όταν λέμε «εμπειρίες»
εννοούμε τα συναισθήματα που αυτές οι εμπειρίες μας δημιουργούν.
Ποιος είναι τελικά αυτός ο εαυτός που υπάρχει πίσω από όλα
αυτά, βιώνει τις εμπειρίες και τις μετατρέπει σε συναισθήματα;;;
Παλαιότερα πιστεύαμε πως αυτή η μετατροπή γινόταν στην
αμυγδαλή. Τον μικρό αυτό, σαν αμύγδαλο, αδένα που βρίσκεται στο πλάι του
εγκεφάλου (ένας σε κάθε μεριά). Θεωρούσαν οι επιστήμονες ότι ο αδένας αυτός, όταν έφτανε σε εκείνον ένα ερέθισμα από τις
αισθήσεις μας, αποφάσιζε αν το μήνυμα αυτό θα ερέθιζε το κέντρο του στρες στον εγκέφαλο ή όχι. Πρόσφατα όμως, ανακαλύφθηκε πως στον αδένα αυτόν, υπάρχουν δύο νευρικοί δρόμοι. Νευρικά κύτταρα που οδηγούν το ερέθισμα στο κέντρο του στρες (αρνητικά συναισθήματα), καθώς και νευρικά κύτταρα που οδηγούν το ερέθισμα στο κέντρο της ανταμοιβής (θετικά συναισθήματα) του εγκεφάλου. Το ποιος αποφασίζει ποιον από τους δύο δρόμους θα ακολουθήσει ένα ερέθισμα μπαίνοντας στην αμυγδαλή κανείς δεν τον γνωρίζει…
αισθήσεις μας, αποφάσιζε αν το μήνυμα αυτό θα ερέθιζε το κέντρο του στρες στον εγκέφαλο ή όχι. Πρόσφατα όμως, ανακαλύφθηκε πως στον αδένα αυτόν, υπάρχουν δύο νευρικοί δρόμοι. Νευρικά κύτταρα που οδηγούν το ερέθισμα στο κέντρο του στρες (αρνητικά συναισθήματα), καθώς και νευρικά κύτταρα που οδηγούν το ερέθισμα στο κέντρο της ανταμοιβής (θετικά συναισθήματα) του εγκεφάλου. Το ποιος αποφασίζει ποιον από τους δύο δρόμους θα ακολουθήσει ένα ερέθισμα μπαίνοντας στην αμυγδαλή κανείς δεν τον γνωρίζει…
Δεν ξέρουμε, δηλαδή,
πού γίνεται η μετατροπή της εμπειρίας σε συναίσθημα. Ούτε το πού και πώς
αποφασίζεται ποιο θα είναι αυτό το αρνητικό ή το θετικό συναίσθημα, γνωρίζουμε.
Και είναι τόσα πολλά και με τόσες διαβαθμίσεις τα συναισθήματά μας… Ανάλογα δεν
με το άτομο, η ίδια εμπειρία οδηγεί σε
διαφορετικά συναισθήματα.
Έτσι η ψυχολογία και η ψυχιατρική, που σαν επιστήμες στηρίζονται σε κάποιους
κανόνες με τους οποίους κοινά αντιμετωπίζονται οι πάσχοντες, δύσκολα μπορούν να
βοηθήσουν, και ακόμη δυσκολότερα μπορούν να «θεραπεύσουν», όπως διαπιστώνω
συχνά, γιατί κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος.
Δύο, κατά τη γνώμη μου, είναι οι παράγοντες που μπορούν να
οδηγήσουν σε θεραπεία έναν ασθενή.
1. Η αγάπη (πραγματική και άδολη) με την οποία ο
οποιοσδήποτε θεραπευτής αντιμετωπίζει τον ασθενή του, γιατί αυτή η αγάπη εναρμονίζει την δική του
συνολική ενέργεια και βοηθάει έτσι στην εναρμόνιση της ενέργειας και του ασθενή,
πράμα που βελτιώνει την υγεία του.
2. Η πίστη του θεραπευτή στο μεγαλείο και τη δύναμη που
κρύβεται μέσα σε κάθε ζωντανό οργανισμό και η ικανότητά του να μεταφέρει αυτή
τη πίστη στον ασθενή του.
Δεν χρειάζονται σπουδές σε πανεπιστήμια για να μπορεί να εφαρμόσει
τα πιο πάνω κάποιος θεραπευτής, ίσως μάλιστα οι σπουδές αυτές να δρουν και
ανασταλτικά, πολλές φορές, οδηγώντας τους αποφοίτους των πανεπιστημιακών σχολών
σε μία υλιστική και κατατετμημένη εικόνα της ζωής, που απέχει πολύ από την αλήθεια, δυστυχώς. Γι αυτό και
αρκετοί εναλλακτικοί θεραπευτές βλέπουν θετικά αποτελέσματα στους ασθενείς που
ζητούν την βοήθειά τους. Όχι όλοι, όμως, δυστυχώς. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και
με τους κλασικούς θεραπευτές. Κάποιοι έχουν θετικά αποτελέσματα με τους ασθενείς
τους και κάποιοι όχι.
Οι θεραπευτές, επιστήμονες ή εναλλακτικοί, πρέπει πρώτα να
έχουν οι ίδιοι κατορθώσει να κατανοήσουν και να πιστέψουν στο μεγαλείο της ζωής
και τη δύναμη της πραγματικής αγάπης, για να μπορέσουν να βοηθήσουν. Αυτές
είναι οι ιδιότητες που χαρακτηρίζουν έναν «καλό» θεραπευτή. Εάν σε αυτές τους οδηγήσουν
οι γνώσεις από τις σπουδές τους, ή όχι,
δεν έχει τόση σημασία.
Αυτή είναι η άποψή μου, μετά από 30 χρόνια άσκησης της κλασικής ιατρικής και 15 χρόνια ενασχόλησης με το στρες και την αντιμετώπισή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου